- αποπορεία
- ἀποπορεία, η (AM)1. αναχώρηση2. επιστροφή, επάνοδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποπορεία — ἀποπορείᾱ , ἀποπορεία return fem nom/voc/acc dual ἀποπορείᾱ , ἀποπορεία return fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπορείᾳ — ἀποπορείᾱͅ , ἀποπορεία return fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπορείας — ἀποπορείᾱς , ἀποπορεία return fem acc pl ἀποπορείᾱς , ἀποπορεία return fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπορείαν — ἀποπορείᾱν , ἀποπορεία return fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)